Βρισκόταν στην Σελευκίδα και πιο συγκεκριμένα στην επαρχία της Κυρρηστικής. Από την Δολίχη περνούσε η εμπορική οδός που ένωνε την Γερμανίκεια με το Ζεύγμα του ποταμού Ευφράτη. Η πόλη ιδρύθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (μάλλον στην αρχή), από Θεσσαλούς αποίκους της ομώνυμης πόλεως στην Περραιβία της Θεσσαλίας. Οι παλαιότερες μαρτυρίες για την Δολίχη ξεκινούν από τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., όπως και η νομισματοκοπία της. Ένας όμως ροδιακός αμφορέας προδίδει ανταλλαγή εμπορευμάτων με την λεκάνη του Αιγαίου, κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.
Η συριακή Δολίχη έμεινε στην ιστορία για την ιδιότυπη λατρεία του Διός Δολιχηνού. Επρόκειτο για την συγχώνευση της ελληνικής θεότητος του Διός με την φοινικικο-βαβυλωνιακή του Βάαλ. Στον ναό του Διός Δολιχηνού, η νέα θεότητα παριστανόταν με διπλό πέλεκυ και κεραυνό και εθεωρείτο ως θεός του πολέμου και της νίκης. Επίσης και η βαβυλωνιακή θεότητα του καιρού Χαντάντ (Hadad) είχε προσλάβει ελληνικό χαρακτήρα: στο εξής απεικονιζόταν να κάθεται πάνω σε ταύρο με διπλό πέλεκυ και μια δέσμη κεραυνών.
Μετά την κατάρρευση του κράτους των Σελευκιδών από τους Ρωμαίους του Πομπηίου το 64 π.Χ., η λατρεία του Διός Δολιχηνού μεταφέρθηκε σε ολόκληρη την ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Φαίνεται ότι οι Σασσανίδες Πέρσες του Σαπώρ Α΄ κατέστρεψαν το ιερό του Διός και η λατρεία άρχιζε σταδιακά να παρακμάζει από τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ.
Πρόκειται για την σημερινή Dülük στα σύνορα Τουρκίας –Συρίας.