Ομιλία που έγινε στη Δολίχη Ελασσόνα, την 1η Ιουλίου 2018
Γιάννης Μπασλής δρ. φ.
Το ελασσονίτικο ιδίωμα και η σχέση του με την κοινή νεοελληνική γλώσσα (δημοτική)
Ας υποθέσουμε πως καθόμαστε σε καΦενείο της Ελασσόνας και παρακολουθού με τρεις άντρες στο διπλανό τραπέζι να συζητούν.
Α. Έμαθα πως το παιδί του Γιάννη παντρεύτηκε.
Β. Τι, μα του πιδί d’ Γιαν είνι μικρό, πότι παντρεύκι;
Γ. Είνται μωρέ, χτύπησε το κοπέλι του Γιάννη και παντρεύτηκε;
Εκείνη την ώρα πλησιάζει ένας κύριος και ρωτάει. «Eχcuse me, where is the church;
Β. Τι θελ ιτούτους τώρα;
Θα καταλάβουμε αμέσως ότι οι τρεις πρώτοι συνομιλητές είναι ομόγλωσσοι, μιλούν την ίδια γλώσσα, την ελληνική, αφού καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Τον τέταρτο όμως δεν τον καταλαβαίνουν, γιατί μιλάει μια άλλη γλώσσα ακατανόητη γι, αυτούς. Είναι αλλόγλωσσος.
Οι τρεις όμως που μιλούν την ίδια γλώσσα, την ελληνική, δεν τη χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο. Και οι τρεις χρησιμοποίησαν τρεις λέξεις με την ίδια σημασία, αλλά με διαφορές τόσο στη μορφολογία όσο και στη φωνολογία των λέξεων. Ο τρίτος μάλιστα χρησιμοποιεί τη λέξη κοπέλι εκεί που οι άλλοι χρησιμοποιούν τη λέξη παιδί/ πιδί.
Α. Το παιδί του Γιάννη παντρεύτηκε (10 συλλαβές)
Β. Του πιδί d’ Γιαν παντρεύκι (7 συλλαβές)
Γ. Το κοπέλι του Γιάννη παντρεύτηκε (11 συλλαβές)
Θα μπορούσαμε ακόμα να παρατηρήσουμε ότι οι τρεις συνομιλητές προφέρουν και επιτονίζουν διαφορετικά τις λέξεις μέσα στη Φράση. Ο καθένας δηλ. έχει διαφορετική προφορά. Αν η εμπειρία μας επιτρέπει, μπορούμε να κατατάξουμε τους τρεις ελληνόφωνους συνομιλητές με κριτήρια γεωγραφικά ή κοινωνικά σε διαφορετικές γλωσσικές ομάδες. Ο πρώτος είτε είναι Ελασσονίτης αστός είτε από κάποια άλλη πόλη της Ελλάδας που μιλάει την κοινή ελληνική, τη δημοτική. Ο δεύτερος είναι ντόπιος ή από κάποιο χωριό της περιοχής και μιλάει το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα. Ο τρίτος είναι Κρητικός, αφού χρησιμοποίησε εκτός από την κρητική προφορά και δυο χαρακτηριστικές κρητικές λέξεις, είντα και κοπέλι αντί για «τι και παιδί/πιδί».
Οι γλωσσικές διαφορές μεταξύ των ομόγλωσσων ομιλητών έχουν σχέση με την προφορά και τον επιτονισμό, τη μορφολογία, τη σύνταξη ή τη σημασία των λέξεων. Η διαφοροποίηση εμφανίζεται σε ένα η περισσότερα από τα παραπάνω στοιχεία. Οι γλωσσικές διαφορές μπορεί να είναι μικρές ή μεγάλες, ουσιώδεις ή επουσιώδεις, αλλά όχι τέτοιες, ώστε να μην κατανοεί ο ένας ομόγλωσσος τον άλλο. Αν κάποιος δεν καταλαβαίνει το συνομιλητή του σημαίνει πως δε μιλούν την ίδια γλώσσα. Είναι αλλόγλωσσοι. Το κριτήριο που κάνει δυο ομιλητές να είναι ομόγλωσσοι ή ετερόγλωσσοι είναι η αμοιβαία ή μη κατανόηση.
Όταν λοιπόν δυο ομιλητές κατανοούν ο ένας τον άλλον, λέμε ότι είναι ο ομόγλωσσοι, αλλά, αν ο καθένας χρησιμοποιεί τη γλώσσα με διαφορετικό τρόπο, λέμε ότι μιλούν διαφορετικό ιδίωμα ή διάλεκτο της ίδιας γλώσσας, στο παράδειγμά μας της ελληνικής.
Σε τι όμως οφείλεται η διαφορετική χρήση της ίδιας γλώσσας από τους ομιλητές της; Ποια δηλ. είναι τα αίτια της δημιουργίας των γλωσσικών ιδιωμάτων, αλλά και των διαφόρων γλωσσών;
Τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας, ενός χωριού π.χ. δεν επικοινωνούν μόνο μεταξύ τους, αλλά επιδιώκουν να επικοινωνούν και με τα μέλη των γειτονικών γλωσσικών κοινοτήτων. Όσο συχνότερη είναι η επικοινωνία μεταξύ των γλωσσικών ομάδων τόσο μεγαλύτερη είναι και η γλωσσική τους αλληλεπίδραση, σε βαθμό που τα γλωσσικά ιδιώματα που χρησιμοποιούν να συγκλίνουν μεταξύ τους και να
παρουσιάζουν γλωσσική ομοιογένεια. Αντίθετα, αν για κάποιο λόγο η επικοινωνία είναι αραιή ή και αδύνατη, τότε οι ομάδες δεν αλληλοεπηρεάζονται μεταξύ τους και το κάθε ιδίωμα τραβάει το δικό του δρόμο. Έτσι με την πάροδο του χρόνου οι γλωσσικές καινοτομίες και νεοτερισμοί που εμφανίζονται στο ιδίωμα μιας ομάδας να μη μεταφέρονται στο ιδίωμα των άλλων, αφού δεν επικοινωνούν κι επομένως σταδιακά τα ιδιώματα v’ αποκλίνουν μεταξύ τους και να παρουσιάζουν μεγαλύτερη ή μικρότερη ανομοιογένεια. Επομένως καθοριστικός παράγοντας στη δημιουργία των ιδιωμάτων είναι ο βαθμός επικοινωνίας.
Δυο είναι οι πιο σημαντικοί παράγοντες που διευκολύνουν ή εμποδίζουν την επικοινωνία μεταξύ των ομόγλωσσων αρχικά ομάδων: α) η απόσταση (γεωγραφική, κοινωνική, χρονική), β) τα εμπόδια (γεωγραφικά, κοινωνικά).
α. Γεωγραφική απόσταση και εμπόδια. Γεωγραφικά γλωσσικά ιδιώματα
Τα βουνά, τα ποτάμια και η θάλασσα άλλοτε αποτελούν φυσικά εμπόδια και δυσκολεύουν την επικοινωνία και την επαφή μεταξύ των ανθρώπων και άλλοτε τη διευκολύνουν. Έτσι π. χ. το Αιγαίο πέλαγος υπήρξε πάντοτε η γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στους κατοίκους των νησιών και των παραλίων. Είναι Φυσικό οι κάτοικοι να αλληλοεπηρεάζονται γλωσσικά και τα ιδιώματά τους να μην αποκλίνουν πολύ. Σε άλλες όμως περιπτώσεις, η θάλασσα υπήρξε σημαντικό εμπόδιο στην επικοινωνία των ανθρώπων, όπως Π.χ. στο στενό του Γιβραλτάρ, κάτι που συνετέλεσε στην ανάπτυξη τελείως διαφορετικών γλωσσών στις δυο πλευρές του στενού.
Τα Ψηλά βουνά επίσης περιορίζουν τη συχνότητα επικοινωνίας των γειτονικών πληθυσμών. Έτσι π. χ. ο όγκος των Πυρηναίων ανάμεσα στην Ισπανία και Γαλλία δεν επέτρεπε την εύκολη επικοινωνία ανάμεσα στους ομόγλωσσους αρχικά ρινόφωνους της Ιβηρικής και της Γαλατίας, με αποτέλεσμα στο μεσαίωνα ν’ αναπτυχθούν δυο διαφορετικές λατινογενείς γλώσσες, η Ισπανική και η Γαλλική.
Η μεγάλη απόσταση επίσης κάνει δύσκολη την επικοινωνία. Πώς να επικοινωνήσει ο Ελασσονίτης με τον ελληνόφωνο κάτοικο της Κύπρου, της Κάτω Ιταλίας, της Ουκρανίας, του Πόντου κλπ.; Ήταν επόμενο τα ελληνικά των περιοχών αυτών ν’ αποκλίνουν σιγά-σιγά όλο και περισσότερο μεταξύ τους κι έτσι να δημιουργηθούν το ελασσονίτικο, το κυπριακό, το ποντιακό κλπ. ελληνικά ιδιώματα. Βέβαια η απόκλιση των νεοελληνικών ιδιωμάτων μεταξύ τους δεν είναι τόσο μεγάλη, ώστε οι χρήστες τους να μην κατανοούν ο ένας τον άλλον και γι’ αυτό δε μιλούμε για ελληνογενείς γλώσσες, αλλά για διαλέκτους. Δεν έγινε δηλ. ό,τι και στη Γαλλία και Ισπανία, όπου τα αρχικά λατινογενή ιδιώματα το μεσαίωνα απομακρύνθη καν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε ένας Γάλλος ρινόφωνος να μην καταλαβαίνει έναν Ισπανό λατινίζων. Εδώ μιλούμε για ανάπτυξη διαφορετικών γλωσσών. Τα γεωγραφικά εμπόδια λοιπόν και η απόσταση, που δυσκολεύουν την επικοινωνία, είναι τα
ση μαντικότερα αίτια της δημιουργίας των γεωγραφικών ιδιωμάτων ή διαλέκτων και Φυσικά των γλωσσών. (Βλ. διαλεκτολογία χάρτης σελ. 33). Έτσι στη νεοελληνική αναπτύχθηκαν το κυπριακό, κρητικό, πελοποννησιακό, τσακώνικο, θεσσαλικό, μακεδονικό, ποντιακό κλπ. γεωγραφικό γλωσσικό ιδίωμα.
Το ίδιο αίτιο, δηλ. η αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ των ομόγλωσσων, δημιούργησε τις αρχαιοελληνικές διαλέκτους, αιολική, δωρική, ιωνική κλπ. ( βλ. εκδ. Αθηνών τ. Α’, σελ. 364).
Κοινωνικά γλωσσικά ιδιώματα
Όπως ξέρουμε, στις αστικοποιημένες κοινωνίες οι άνθρωποι ανάλογα με την ηλικία, το Φύλο, το επάγγελμα, τη μόρφωση, το εισόδημα, τον πολιτικό προσανατολισμό κλπ. οργανώνονται σε κοινωνικές ομάδες, οι οποίες αξιολογούνται και κατατάσσονται σε μια κάθετη κλίμακα. Από κοινωνιογλωσσική άποψη οι ομάδες αυτές κατατάσσονται σε έξι κοινωνικές τάξεις.
ΑΜΤ = ανώτερη μεσοαστική τάξη
ΜΜΤ = μέση μεσοαστική τάξη ΜΤ (μεσοαστική τάξη)
ΚΜΤ = κατώτερη μεσοαστική τάξη
ΑΕΤ = ανώτερη εργατική τάξη
ΜΕΤ = μέση εργατική τάξη ΕΤ (εργατική τάξη)
ΚΕΤ = κατώτερη εργατική τάξη
Θεωρητικά οι ομιλητές μιας κοινωνικής ομάδας ή τάξης έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να επικοινωνήσουν με τις άλλες κοινωνικές ομάδες, αλλά και να κινηθούν ανοδικά εντασσόμενοι σε μια ανώτερη κοινωνική τάξη. Συνήθως όμως η πλειονότητα, επειδή έχει διαφορετική μόρφωση, Φιλοδοξίες, επάγγελμα, πολιτικούς προσανατολισμούς κλπ. δεν ενδιαφέρεται να επικοινωνήσει με τις άλλες κοινωνικές τάξεις. Όπως λέει και το λαϊκό άσμα « Δεν πάω ‘γω στο Μέγαρο, θα πάω με τον παίδαρο». Οι ανώτερες μάλιστα τάξεις υποτιμούν και αποφεύγουν την επαφή με τις κατώτερες τάξεις, για να μη «βλαχέψουν», όπως είπε πρόσφατα και ο απολύτως αμόρφωτος κοινωνικά Βολιώτης
Κωστόπουλος. Όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες τόσο μειώνεται η δυνατότητα αμοιβαίας επικοινωνίας. Έτσι κάθε κοινωνική ή επαγγελματική ή κομματική ομάδα κλπ. αναπτύσσει το δικό της κοινωνικό ιδίωμα. Τα κοινωνικά λοιπόν εμπόδια και η κοινωνική απόσταση, που δε διευκολύνουν την επικοινωνία ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες, είναι το βασικό αίτιο της δημιουργίας των κοινωνικών γλωσσικών ιδιωμάτων. Έτσι κάθε γλωσσικός νεολογισμός που παρουσιάζεται σε μια ομάδα δύσκολα υιοθετείται από τα μέλη μιας άλλης ομάδας. Τα μέλη μάλιστα ορισμένων κοινωνικών ομάδων χρησιμοποιούν σκόπιμα σε διάφορες κοινωνικές συνθήκες τον κώδικα της ομάδας στην οποία ανήκουν, από τη μια για να ξεχωρίζουν από τα μέλη άλλων ομάδων κι από την άλλη να δίνουν το στίγμα στους ομοϊδεάτες τους πως ανήκουν στη δική τους ομάδα. Έτσι π.χ. ένας ομιλητής σε συγκέντρωση του ΚΚΕ, για να δώσει το στίγμα ότι είναι κομμουνιστής, χρησιμοποιεί την προσφώνηση «συντρόφισσες και σύντροφοι, συναγωνιστές και συναγωνίστριες», κάτι που θ’ αποφύγει ένας Νεοδημοκράτης. Κάθε επαγγελματική ομάδα αναmύσσει το δικό της γλωσσικό κώδικα. Επίσης οι νέοι ως κοινωνική ομάδα με κριτήριο την ηλικία χρησιμοποιούν μεταξύ τους ένα ιδιαίτερο ιδίωμα, το οποίο βέβαια απαξιώνουν οι ενήλικες. Γι’ αυτό και κάθε νεοτερισμός των νέων δεν υιοθετείται από τους ενήλικες. Όταν βέβαια οι έφηβοι γίνονται ενήλικες, παύουν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα των εφήβων, υιοθετώντας το γλωσσικό κώδικα των ενηλίκων της κοινωνικής τους τάξης.
Τα γεωγραφικά και κοινωνικά ιδιώματα είναι δυνατόν να τα παραστήσουμε με ένα τρίγωνο, στο οποίο στον οριζόντιο άξονα παριστάνουμε τα γεωγραφικά ιδιώματα, ενώ στον κάθετο τα κοινωνικά. (βλ. σ. 94).
Χρονική απόσταση
Ένας άλλος υφογλωσσικός παράγοντας που παίζει καθοριστικό ρόλοστη δημιουργία, ανάmυξη και εξέλιξη των γλωσσικών ιδιωμάτων είναιο χρόνος. Αν διερευνήσει κανείς το ιδίωμα μιας γλωσσικής κοινότηταςσε δυο απομακρυσμένες χρονικές περιόδους, π.χ. 40 ετών, θαδιαπιστώσει πως δεν είναι ίδιο. Έχει διαΦοροποιηθεί σε πολλαπλάεπίπεδα. Είναι επόμενο η αδυναμία γλωσσικής επικοινωνίας μέσαστους αιώνες ανάμεσα σε απομακρυσμένες χρονικά γενιές ομιλητών μιας γλώσσας να οδηγεί στην ανάπτυξη διαφορετικών ιδιωμάτων. Αυτό γίνεται ολοφάνερο σε γλώσσες με μακροχρόνια γλωσσική παράδοση, όπως η ελληνική. Έτσι για παράδειγμα η γλώσσα που μιλούσαν οι ελληνόφωνοι τον 50 π.χ. αιώνα είναι σημαντικά διαφοροποιημένη από αυτή που μιλούμε εμείς σήμερα εξαιτίας πολλών παραγόντων, αλλά και της τεράστιας χρονικής απόστασης, που χωρίζει τους αρχαίους από τους σημερινούς Έλληνες κι επομένως της απουσίας γλωσσικής αλληλεπίδρασης.
Εύκολα λοιπόν συμπεραίνουμε ότι όλες οι γλώσσες είναι ανομοιογενείς. Καμιά γλώσσα δεν είναι ομοιογενής και ενιαία. Όσα υποστηρίζει ο καθηγητής Μπαμπινιώτης πως τάχα η ελληνική γλώσσα είναι μία και ενιαία είναι αντιεπιστημονικές εθνικιστικές φούσκες (μπαρούφες). Η γλώσσα, όπως είδαμε, διαφοροποιείται σε γεωγραφικά και κοινωνικά γλωσσικά ιδιώματα, το καθένα από τα οποία έχει τα δικά του γραμματικά, συντακτικά και φωνητικά χαρακτηριστικά.
Από τις διαλέκτους στην Κοινή και επίσημη γλώσσα.
Όταν μια ομόγλωσση κοινωνία διαφοροποιημένη γλωσσικά σε γεωγραφικά και κοινωνικά ιδιώματα οργανώνεται πολιτικά, χρειάζεται ένα ιδίωμα, που να το κατανοούν χωρίς δυσκολία όλοι οι ομόγλωσσοι, για να χρησιμοποιείται ως κοινή γλώσσα, ως lingua franca, όπως λέγεται, όχι μόνο στην προφορική και γραπτή μεταξύ τους επικοινωνία, αλλά και στη γραφειοκρατία και στην εκπαίδευση, να διδάσκεται δηλ. στο σχολείο. Για να καλύψει την ανάγκη αυτή, συνήθως η Πολιτεία επιλέγει ένα από τα γλωσσικά ιδιώματα και το επιβάλλει ως κοινό και επίσημο. Το ιδίωμα που συνήθως επιλέγεται, για να επιβληθεί ως επίσημη γλώσσα, είναι αυτό που χρησιμοποιεί η καταξιωμένη και κυρίαρχη οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά κοινωνική τάξη.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση επιβολής από την Πολιτεία ενός ιδιώματος ως επίσημης γλώσσας όλων των ομόγλωσσων είναι η ελληνική. Όταν στα τέλη του lΒ0υ και στις αρχές του 190υ αιώνα οι Νεοέλληνες έβαλαν ως στόχο να δημιουργήσουν ανεξάρτητο κράτος, ήταν επόμενο οι ηγέτες τους να προβληματιστούν για το γλωσσικό ιδίωμα που θα έπρεπε να καθιερωθεί ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης, καθώς μάλιστα κανένα από τα νεοελληνικά ιδιώματα δεν είχε γραπτή παράδοση εκτός από τα κρητικά και τα κυπριακά.
Όπως ίσως είναι γνωστό, δημιουργήθηκαν τρία γλωσσικά ρεύματα. α) Ο Αρχαϊσμός, β) ο καθαρισμός, και γ) ο δημοτικισμός. Η ομάδα που υποστήριζε τον αρχαϊσμό πίστευε πως η μόνη γλώσσα άξια να χρησιμοποιηθεί ήταν η αρχαία αττική διάλεκτος ή τουλάχιστον αυτή που χρησιμοποιούσε παραδοσιακά η εκκλησία. Το ιδίωμα βέβαια αυτό στην ουσία ήταν αδιαμόρφωτο και ο καθένας το χρησιμοποιούσε ανάλογα με το πόσο καλά ΑΕ ήξερε..ξΗ ομάδα που υποστήριζε το δημοτικισμό αποτελούνταν από φωτισμένους άντρες, όπως ο Ρήγας Φεραίος, ο Καταρτζής, οι Πηλιορείτες Κωνσταντής και Φιλιππίδης, οι ποιητές Χριστόπουλος, Βηλαράς, Σολωμός κλπ. που πίστευαν πως πρέπει να καλλιεργηθεί ένα κοινό ιδίωμα βασισμένο στο δημοτικό τραγούδι. Το ιδίωμα αυτό εξυπηρετούσε και τις δυο επικοινωνιακές ανάγκες τόσο την προφορική όσο και τη γραπτή. Ο πρώτος μάλιστα εκδότης ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, ο Γάλλος Κλαύδιος Φοριέλ, θεωρούσε πως η γλώσσα των δημοτικών μας τραγουδιών ήταν ανώτερη από κάθε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα. Ο Κοραής έχοντας ως στόχο τον καθαρισμό της γλώσσας από τις τουρκικές λέξεις υποστήριζε μια ενδιάμεση άποψη, την οποία ονόμασε καθαρεύουσα. Στην πραγματικότητα στην πορεία αρχαϊστές και καθαρευουσιάνοι ταυτίστηκαν και οι απόψεις τους κυριάρχησαν. Έτσι στο νέο Ελληνικό κράτος οι άρχοντες επέβαλλαν ως επίσημη γλώσσα την καθαρεύουσα, ένα αδιαμόρφωτο γραπτό ιδίωμα, που κανένας ποτέ δε χρησιμοποίησε στον καθημερινό του λόγο. Στα σχολεία διδάσκονταν μόνο ΑΕ, για να μάθουν τα ελληνόπουλα να γράφουν σε ένα μιξοαρχαίο ιδίωμα, την καθαρεύουσα, ενώ έξω από το σχολείο μιλούσαν το ντόπιο ιδίωμα ή τη δημοτική.
Η δημοτική είναι το νεότερο νεοελληνικό ιδίωμα, που διαμορφώθη κε στην Αθήνα, όταν αυτή έγινε πρωτεύουσα, με βάση τα δημοτικά τραγούδια και νοτιοελλαδίτικα γεωγραφικά ιδιώματα, μια που οι πρώτοι κάτοικοί της προέρχονταν από την Αθήνα, την Πελοπόννησο, και τα νησιά. Η δημοτική σιγά – σιγά άρχισε να χρησιμοποιείται στην καθημερινή επικοινωνία και από τους κατοίκους των άλλων πόλεων και από το 1888 από τους λογοτέχνες και τους δημοτικιστές διανοούμενους.
Όπως ξέρουμε, μέχρι το 1976 επίσημη γλώσσα μας ήταν η καθαρεύουσα, που είχε επιβληθεί από την ίδρυση του κράτους. Όλη η επίσημη γραπτή κυρίως επικοινωνία γίνονταν στην καθαρεύουσα. Το 1976 όμως η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή παρεμβαίνει και επιβάλλει ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης τη δημοτική, που είχε πια κυριαρχήσει στη χώρα. Έτσι για πρώτη φορά η επίσημη γλώσσα χρησιμοποιείται τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική επικοινωνία
μεταξύ των νεοελλήνων.
Το ίδιο γλωσσικό πρόβλημα αντιμετώπισε τον 40 αι. π.Χ και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος, πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου, όταν έβαλε ως στόχο να κατακτήσει όλη την Ελλάδα. Όπως ξέρουμε, κάθε περιοχή στην αρχαία Ελλάδα είχε τη δική της διάλεκτο. Η Σπάρτη τη Δωρική, η Αθήνα την Αττική, η Μίλητος την Ιωνική, η Θεσσαλία την αιολική, η Μακεδονία τη Μακεδονική κλπ., στην οποία και έγραφε τα κείμενά της. Ο Φίλιππος λοιπόν, επειδή το κράτος του περιλάμβανε όλες τις ελληνόφωνες περιοχές, κάθε μία από τις οποίες μιλούσε διαφορετική διάλεκτο, έπρεπε να επιλέξει και να επιβάλει μία από αυτές ως επίσημη γλώσσα του κράτους του. Ως τέτοια επέλεξε την αττική διάλεκτο, που ήταν η πιο καλλιεργημένη και καταξιωμένη απ’ όλες, αφού σ’ αυτήν έγραφαν όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς της εποχής, ο Πλάτωνας, ο Ξενοφώντας, ο Αριστοτέλης κλπ. Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου έκαναν αυτή τη διάλεκτο γλώσσα όλου του ελληνιστικού κόσμου. Είναι η Κοινή ελληνιστική, όπως ονομάστηκε, η οποία με τα χρόνια εξελίχτηκε και στην οποία είναι γραμμένη η Καινή Διαθήκη.
Η ελληνιστική κοινή ήταν από την αρχή η γλώσσα όλων των ελληνιστικών βασιλείων. Αλλά και στην παλαιά Ελλάδα σιγά-σιγά επιβλήθηκε και εξαφάνισε όλες τις παλιές διαλέκτους. Η πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ενότητα του ελληνόφωνου κόσμου, που υπήρχε στα χρόνια της ρωμαϊκής και βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι τον 110 αι. μ.Χ. έδινε τη δυνατότητα στους ελληνόφωνους να έχουν πυκνή επικοινωνία μεταξύ τους. Αυτό εμπόδιζε την ανάπτυξη νέων ιδιωμάτων και τη διάσπαση της κοινής γλώσσας. Όμως από τον 110 αι. μ.Χ. κι ύστερα μεγάλες περιοχές ελληνόφωνων άρχισαν ν’ αποσπώνται από την αυτοκρατορία, δυσκολεύοντας έτσι την επικοινωνία με τους άλλους Έλληνες, καθώς και με το πολιτικό και κοινωνικό κέντρο του ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη. Η διάσπαση και ο κατακερματισμός αυτός του ελληνόφωνου κόσμου ενισχύθηκε με τις σταυροφορίες, ιδιαίτερα μετά το 1204. Ήταν επόμενο η κατάσταση αυτή να οδηγήσει στην ενίσχυση ιδιωμάτων που είχαν αρχίσει να εμΦανίζονται παλιότερα ή και στην εμΦάνιση νέων. Μέχρι την κατάληΨη της Πόλης από τους Τούρκους το 1453 είχαν σχεδόν διαμορΦωθεί όλα τα νεοελληνικά ιδιώματα, που σή μερα τείνουν να εξαΦανιστούν ( βλ. γλωσσικό ιδίωμα Ολύμπου, βΊ σελ. 23.). Όλα τα νεοελληνικά ιδιώματα κατάγονται από την ελληνιστική Κοινή εκτός από την Τ σακωνική, που κατάγεται από την αρχαία Δωρική και μιλιέται στην Τσακωνιά, μια περιοχή στη ΝΑ Πελοπόννησο.
Ταξινόμηση των νεοελληνικών ιδιωμάτων. Το βόρειο ιδίωμα.
Όλα τα νεοελληνικά ιδιώματα με βάση την προφορά ή μη των άτονων Φωνηέντων κατατάσσονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, τα βορειοελλαδικά και τα νοτιοσλαβικά. Χοντρικά μπορούμε να πούμε ότι ο 3Β0ς παράλληλος χωρίζει τις δυο αυτές ομάδες ιδιωμάτων. Στα βόρεια δηλ. ιδιώματα ανήκουν όσα μιλιούνται στις περιοχές βόρεια του Κορινθιακού κόλπου και της Αττικής, στη Β. Εύβοια και στα νησιά του Β. Αιγαίου καθώς και στη Σάμο. Τα επτανησιακά και τα Χιώτικα ανήκουν στα νότια ιδιώματα (βλ. διαλεκτολογία, σ. 214.)
Το φωνηεντικό σύστημα την δημοτικής, αλλά και των νότιων ιδιωμάτων περιλαμβάνει 5 Φωνήεντα, a, e, ί, ο, u. (βλ. ιδ. Κρανιάς, σ. 26-7)
α) δημοτική
I u — κλειστά
e ο
a — ανοιχτά
β) βόρεια ιδιώματα.
Τα βόρεια ιδιώματα, στα οποία ανήκει και το ελασσονίτικο ιδίωμα, λειτουργούν στην ουσία με δυο φωνηεντικά συστήματα.
α. Ένα σύστημα με πέντε τονισμένα Φωνήεντα, a, e, ί, ο, u, ίδιο με της δημοτικής.
i u
e ο
a
β. Ένα σύστημα με τρία άτονα Φωνήεντα, τα a, ί, u, από τα οποία τα ί και u είναι νόθα, όχι γνήσια.
ί u
a
Αυτό συμβαίνει, επειδή το φωνητικό σύστημα των βόρειων ιδιωμάτων μετακινήθηκε μέσα στους αιώνες κατά μήκος δυο αξόνων, του εμπρόσθιου και του ουρανικού. Η προώθηση αυτή του φωνητικού συστήματος προς τα πάνω είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των δυο βασικών χαρακτηριστικών του βόρειου φωνηεντισμού.
-Τροπή α) του άτονου /e/ σε /ί/, Π.χ. έχετε>έχιτι, νερό>νιρό, αλλά έφαγα, μέρα.
β) του άτονου /01 σε lul, Π.χ. άνθρωπος >άνθρουπους, μέρος >μέρους,
αλλά μικρός, φόβους.
-Αποβολή α) του άτονου /ί/, Π.χ. σκυλί >σκλι, ζήτησε >ζήτσι, αλλά είδα.
β) του άτονου /U/, Π.χ. γουρούνι >γρουν, πουλί >πλι, δουλειά >δλεια.
Στην περίπτωση των βόρειων ιδιωμάτων λειτουργεί αυτό που στη γλωσσολογία λέγεται «φαινόμενο της αλυσιδωτής μετατόπισης των φθόγγων». Καθώς δηλ. το /e/ μετακινήθηκε προς τα πάνω, κατέλαβε τη θέση του /i/, το οποίο βέβαια χάθηκε. Επίσης το /0/ μετακινούμενο κατέλαβε τη θέση του /U/, το οποίο φυσικά αποβλήθηκε. Έτσι εξαφανίστηκαν τα γνήσια άτονα φωνήεντα ί και u, μια που τη θέση τους κατέλαβαν τα αντίστοιχα, που προήλθαν από τη μετακίνηση των e και ο.
Η κίνηση αυτή του ελληνικού φωνητικού συστήματος προς τον πρόσθιο και ουρανικό πόλο είχε ξεκινήσει κιόλας από τον 4° π.Χ. αιώνα. Φαίνεται ότι στις περιοχές, στις οποίες οι κάτοικοι μιλούσαν την αιολική διάλεκτο, όπως η Θεσσαλία, η Βοιωτία, η Λέσβος κλπ. το σύστημα κινήθηκε ταχύτερα από τα άλλα, που μιλιούνταν στην Απική, την Πελοπόννησο και στα νησιά, τα οποία παρουσιάζονται συντηρητικότερα. Έτσι το Φαινόμενο της τροπής του /0/ σε /U/ το βρίσκουμε σε επιγραφές της Θεσσαλίας του 3°U π.χ. αιώνα, όπως π.χ. «Πάντουν τουν Πετθαλούν και τουν άλλουν Ελλάνουν». Εδώ βλέπουμε την τροπή του /ω/ σε /ου/.
Η αποβολή των άτονων Ιί/ και /U/ είναι επόμενο να έχει ως συνέπεια διάΦορες μεταβολές και στο συμφωνικό σύστημα, Ιόπως π.χ.
- Ουράνωση σε διαφορετικό βαθμό πολλών συμφώνων μπροστά από το /ί/, /u/ π.χ. σιτάρι>chτ’ άρ, μεσημέρι> μιchμέρ, τζίτζικας >τζίτchκας.
- Συνάντηση διαΦόρων συμφώνων από διαΦορετικές συλλαβές, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για νέες φωνητικές εξελίξεις, π.χ.
α. χαμηλός >χαμλός>χαμbλός
μουλάρι >μλαρ >μbλαρ
νησί >νσι> vdaL
β. βυζιά >βζια
Χρυσάφω >Χρσάφου >Χσάφου >ΞάΦου
- Στα νότια ιδιώματα και στη δημοτική καταληκτικά σύμφωνα είναι μόνο το /ς/ και το /ν/. Στα βόρεια όμως όλα τα σύμφωνα μπορεί να είναι καταληκτικά, π.χ.
κουτάβι >κταβ β
κυνήγι>κυνήγ γ
βόδι >βόιδ δ
στάζει (η βρύση) >σταζ ζ
αρνίθι >αρνίθ θ
μεράκι >μιράκ κ
κουτάλι>κταλ λ
ποτάμι >πουτάμ μ κλπ.
Μερικά βόρεια ιδιώματα δε έχουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό ονομάζονται ημιβόρεια. Στη Νάουσα και στην Καστοριά π.χ. δε λένε χουράφ, αλλά χωράφ, ποδάρ. Αποβάλλουν δηλ το /ι/, αλλά δεν τρέπουν το /0/ σε /ου/. Το δικό μας ιδίωμα έχει όλα τα χαρακτηριστικά του βόρειου φωνηεντισμού. Γι’ αυτό και εντάσσεται στην κατηγορία των ακραίων βόρειων ιδιωμάτων.
Ένα συντακτικό Φαινόμενο που διαφοροποιεί τους βόρειους από τους νότιους είναι η σύνταξη ορισμένων ρημάτων, όπως π. χ. τα: δίνω, λέω, αρέσω κλπ. Στα βορειοελλαδίτικα ιδιώματα όλα τα ρήματα συντάσσονται με αιτιατική π. χ.
Τουν έδουσι ένα βιβλίου
Τι σ’ είπι ι Γιωρς;
Δε μ’ άρισι του ΦαΙ
Οι νοτιοελλαδίτες και η δημοτική συντάσσει τα ρήματα αυτά με γενική του προσώπου, π.χ.
Του έδωσε ένα βιβλίο.
Τι σου είπε ο Γιώργος
Δε μου άρεσε το φαΐ (βλ. διαλεκτολογία σ. 217)
Όπως είναι επόμενο, οι φωνητικές αυτές μεταβολές διαΦοροποιούν ριζικά το κλιτικό σύστημα του ελασσονίτικου ιδιώματος από αυτό της δημοτικής. Τα ονόματα και τα ρήματα κατά την κλίση τους παίρνουν εντελώς διαΦορετική μορΦή από αυτή της δημοτικής, που μαθαίνουμε στο σχολείο. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα.
Ιδίωμα Δημοτική
Ενικός αριθμός
Ον. ι Βασίλς, ι κλεφτς, ο Βασίλης, ο κλέφτης
Γεν. d’ Βασίλ, τ’ κλεφτ, του Βασίλη, του κλέφτη
Αιτ. του Βασίλ, τουν κλεφτ, το Βασίλη, τον κλέφτη
Πληθυντικός αριθμός
Ον. οι Βασίλδις, οι κλέΦτις, οι Βασίληδες, οι κλέφτες
Γεν. ——- ———- των Βασίληδων, των κλεφτών
Αιτ. τ; Βασίλδις, τς κλέφτις, τους Βασίληδες, τους κλέφτες
Ρήματα
Ιδίωμα
|
Δημοτική
|
||
πειράζου | δένου | πειράζω | δένω |
πειράιζ | δεντς | πειράζεις | δένεις |
πειράζ’ | δεν | πειράζει | δένει |
πειράζουμι | δένουμι | πειράζουμε | δένου με |
πειράζιτι | δένιτι | πειράζετε | δένετε |
πειράζν | δεν | πειράζουν | δένουν |
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιδιώματος των χωριών ιδιαίτερα της περιοχής μας είναι η αποβολή της συλλαβής /ti/ κυρίως στην κατάληξη -στηκα και φτηκα του παθητικού αορίστου π.χ.
Δημοτική ιδίωμα
γελάστηκα, γιλάσκα
γράφτηκα, γράφκα
κρύφτηκα, κρύφκα
λούστηκα, λούσκα
δάχτυλο, δάχλου /δαχλήθρα
νηστικός, νησκός
στυλιαρώνω, σλαρώνου
Η φωνολογία των δημοτικών τραγουδιών της Θεσσαλίας
Τα χαρακτηριστικά όμως του θεσσαλικού ιδιώματος δεν εμφανίζονται σε κάθε μορφή λόγου, αλλά μόνο στην καθημερινή επικοινωνία, στα παραμύθια, στις παραδόσεις κλπ, Γενικά μπορούμε να πούμε πως εμΦανίζονται στο μη ποιητικό λόγο, γιατί στο λόγο των δημοτικών τραγουδιών παρουσιάζονται σημαντικές διαΦοροποιήσεις. Το Φωνητικό σύστημα των θεσσαλικών και μακεδονικών τραγουδιών είναι δυνατόν να ταξινομηθεί σε τρεις κατηγορίες.
- Δεν εμΦανίζεται κανένα από τα χαρακτηριστικά του θεσσαλικού ιδιώματος. Ο λόγος των τραγουδιών αυτών ακολουθεί το φωνητικό σύστημα της δημοτικής. Π.χ.
Μπεζέρησα, βαρέθηκα με μια γειτονοπούλα.
Στον καθημερινό λόγο ο στίχος θα ήταν:
Μπιζέρσα, βαρέθκα μι μια γειτουνουπούλα
- Τα τραγούδια της κατηγορίας αυτής παρουσιάζουν σε λίγες μόνο συλλαβές τροπή του άτονου e>i και O>U, αλλά όχι αποβολή του ο και U.
Ν-ιψές ήμαν στη μάνα μου, προυψές στην αδερφή μου
Κι όχι: Ν-ιψές ήμαν στ μάνα μ’, προυψές στ ‘ν αδιρφί μ’
- Στην τρίτη κατηγορία, που αποτελείται από λίγα τραγούδια, που συνήθως έχουν τροχαϊκό μέτρο, εμφανίζεται με συνέπεια μόνον η τροπή του άτονου e και ο σε ί και u αντίστοιχα.
Η πιριστιρούλα η νύφη μας
κάθιτι στουν πύργου κι τραγουδεί. Κι ούτι νιον φουβάτι ουτ’ άγουρουν, μούγκι ‘ν αντραδέρφη την πυρινή.
Παρατηρώντας λοιπόν τη Φωνολογία των δημοτικών τραγουδιών της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, διαπιστώνουμε ότι στο σύνολό τους σχεδόν εμφανίζονται να ακολουθούν όχι το Φωνολογικό σύστημα του θεσσαλικού ιδιώματος, αλλά της δημοτικής. Λίγα μόνον τραγούδια χρησιμοποιούν το ένα από τα δυο χαρακτηριστικά του βόρειου φωνηεντισμού, την τροπή δηλ. του e και ο σε ί και u αντίστοιχα. Έτσι ο γνήσιος Θεσσαλομακεδόνας σε αντίθεση με το νότιο Έλληνα και το χρήστη της δημοτικής χρησιμοποιεί τρία Φωνητικά συστήματα:
- Για το μη ποιητικό λόγο το βόρειο φωνητικό σύστημα
- Για το σύνολο των τραγουδιών το φωνητικό σύστημα της δημοτικής
- Σε λίγα τραγούδια ή λέξεις τραγουδιών την τροπή του e και ο σε και u. Δεν αποβάλλονται τα άτονα ί και u.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Όπως έχει αναφερθεί, στα βόρεια ιδιώματα ο Φωνητικός. τόνος συγκρατεί τα Φωνήεντα e, ί, ο, u και δεν τρέπονται τα e, ο σε ί, u, ούτε αποβάλλονται τα ί και u. Το τραγούδι όμως εκτός από το Φωνητικό τόνο έχει και δυο άλλους τόνος, το μετρικό και το μουσικό. Ο λόγος του δημοτικού τραγουδιού είναι ποιητικός, όχι πεζός. Έχει δηλ. μέτρο και ρυθμό. Τα μέτρα του δημοτικού τραγουδιού είναι κυρίως το ιαμβικό (, -) και το τροχαϊκό (‘ – -), που απαιτούν σταθερή εναλλαγή άτονης και τονισμένης συλλαβής. Ο μετρικός τόνος δεν επιτρέπει στο τραγούδι να υπάρχουν δυο συνεχόμενες άτονες συλλαβές. Η αναγκαιότητα εναλλαγής άτονης- τονισμένης συλλαβής συγκρατεί την άτονη φωνητικά, αλλά τονισμένη μετρικά συλλαβή και δεν την αποβάλλει, γιατί, αν την απέβαλε, θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στην τήρηση του ποιητικού μέτρου, όπως θα συνέβαινε Π.χ. στο 15σύλλαβο στίχο.
Ν-ιψές ήμαν στη μάνα μου, προψές στην αδερφή μου
Ν-ιψές ήμαν στ’ μάνα μ’, προυψές στv αδιρφή μ’.
Η αποβολή των Φωνηέντων ι και ου θ’ αποδιοργάνωνε το στίχο μετρικά, αλλά και μουσικά και θα τον έκανε εντεκασύλλαβο. Η τροπή βέβαια του ε σε ι και του ο σε ου δεν αλλάζει τον αριθμό των συλλαβών. Γι’ αυτό και παρατηρείται σε μερικά τραγούδια, κυρίως με τροχαϊκό μέτρο.
Εκτός όμως από το φωνητικό και το μετρικό τόνο στο τραγούδι λειτουργεί κι ένα τρίτο τονικό σύστημα, το μουσικό, που μειώνει ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες τα άτονα γλωσσικά α, ε, ι, ου να βρεθούν σε θέση μη τονιζόμενη, ώστε να υποστούν τις μεταβολές του βόρειου φωνηεντισμού. Είναι λοιπόν επόμενο, η ταυτόχρονη λειτουργία στο τραγούδι τριών τονικών συστημάτων, του γλωσσικού, του μετρικού και του μουσικού, να συγκρατεί τα άτονα α, ε, ι, ου κι έτσι να μην εμφανίζονται στο θεσσαλομακεδονικό δημοτικό τραγούδι τα χαρακτηριστικά του βόρειου φωνηεντισμού. Αλλά και όταν σε κάποιους στίχους το επιτρέπει ο τονισμός , εμφανίζεται μόνο το ένα από τα δυο χαρακτηριστικά, η τροπή του άτονου ε σε ι και ο σε ου. (π.χ. μήλο μου κόκκινο, ρόιδο γραμμένο).
Κοινωνικές προκαταλήψεις και καταξίωση των γλωσσικών ιδιωμάτων.
Όπως έχω αναφέρει, μόλις δημιουργήθηκε το νεοελληνικό κράτος, η κυρίαρχη πολιτικά και πολιτιστικά κοινωνική τάξη υιοθέτησε ως επίσημη γλώσσα ένα γραπτό ιδίωμα, την καθαρεύουσα, που οι ίδιοι κατασκεύασαν και έμοιαζε με την αρχαία αττική διάλεκτο. Από εκείνη τη στιγμή δημιουργήθηκε η αντίληψη ότι η καθαρεύουσα είναι το καλύτερο ιδίωμα, ενώ τα άλλα ιδιώματα της ελληνικής, όπως τα θεσσαλικά, τα κρητικά κλπ. είναι κατώτερα, Φθαρμένα κι ανάξια να καλλιεργηθούν. Μέχρι το 1976 ακόμα και η δημοτική θεωρούνταν ένα κατώτερο ιδίωμα. Το 1921 μάλιστα, όπως ίσως θα ξέρετε, η τότε βασιλική κυβέρνηση έκαψε τα βιβλία του δημοτικού, που ήταν γραμμένα στη δημοτική. Όταν το 1976 η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή αποφάσισε να κάνει επίσημη γλώσσα τη δημοτική, τη θέση της καθαρεύουσας ως καλής γλώσσας πήρε η δημοτική. Η ίδια η καθαρεύουσα έπαψε να θεωρείται ανώτερη γλώσσα και εξαφανίστηκε. Κι εφόσον η δημοτική είναι πια η «καλή» ελληνική γλώσσα, υπάρχει η αντίληψη ότι το να χρησιμοποιείς τη δημοτική είναι καλό, ενώ, αν χρησιμοποιείς ένα ιδίωμα, είναι κακό. Η ίδια βέβαια αντίληψη υπάρχει και για τις γλώσσες. Η αγγλική και γαλλική π.χ. θεωρούνται ανώτερες γλώσσες, ενώ τα βλάχικα, αρβανίτικα, κλπ. κατώτερες.
Η αντίληψη αυτή για ανώτερες και κατώτερες γλώσσες και ιδιώματα δεν ευσταθεί. Η γλωσσολόγοι υποστηρίζουν και ορθά ότι όλα τα ιδιώματα και όλες οι γλώσσες είναι το ίδιο καλές, έχουν τις ίδιες εκφραστικές δυνατότητες. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι οι αντιλήψεις αυτές υπάρχουν κι είναι πολύ παλιές. Στα ελληνιστικά χρόνια η αττική διάλεκτος θεωρούνταν η ανώτερη. Μορφωμένος θεωρούνταν όποιος ήξερε αττικά. Σήμερα το ιδίωμα που είναι τελείως απαξιωμένο είναι το δικό μας, το Θεσσαλικό. Όποιος το χρησιμοποιεί, θεωρείται αγράμματος, απολίτιστο ς χωριάτης. Γι’ αυτό και στις ελληνικές ταινίες ο χωριάτης που έρχεται στην Αθήνα, κι όταν ακόμα είναι πελοποννήσιος, μιλάει θεσσαλικά (π.χ. Χατζηχρίστος-Γαστούνη).
Οι κρίσεις βέβαια αυτές για ανώτερα και κατώτερα ιδιώματα και γλώσσες δεν οφείλονται σε αξιολόγηση του ίδιου του ιδιώματος, αλλά στις κοινωνικές επιπτώσεις που η χρήση της διαλέκτου ή της προφοράς έχει στο άτομο που τη χρησιμοποιεί. Οι κρίσεις αναφέρονται στο κοινωνικό κύρος των ομιλητών μάλλον παρά στην αξία της διαλέκτου. Απ’ τη στιγμή που οι κοινωνικά καταξιωμένες κοινωνικές ομάδες χρησιμοποιούν μια διάλεκτο, η διάλεκτος αυτή αποκτάει κύρος, ενώ οι άλλες θεωρούνται απλά Οδοντόκρεμες» που λέει και μια διαφήμιση. Οι ομάδες που κυριάρχησαν στο νεοελληνικό κράτος ήταν Μοραΐτες, Αθηναίοι και νησιώτες, από τους οποίους διαμορφώθηκε τόσο η καθαρεύουσα όσο και ~ δημοτική. Ήταν επόμενο, το θεσσαλικό ιδίωμα, που διαφοροποιείται ριζικά από το δικό τους, να το θεωρούν κατώτερο, αφού το καλό είναι πάντα το δικό «μας». Το δυστύχημα είναι ότι την αντίληψη ότι το θεσσαλικό ιδίωμα είναι κατώτερο σταδιακά την υιοθετήσαμε κι εμείς οι Θεσσαλοί ( π.χ. Καραμανλής κ. βολευτές), αΦού, αν θέλουμε να ανέβουμε κοινωνικά και να μη μας θεωρούν ‘χωριάτες’ έπρεπε να υιοθετήσουμε ταχύτατα το επίσημο ιδίωμα, καθαρεύουσα ή δημοτική. Σήμερα μάλιστα μερικοί δημοσιογράφοι, πολιτικοί, δικηγόροι, διάφοροι κουλτουριάρηδες’, χρησιμοποιούν στο λόγο τους κάποιες καθαρευουσιάνικες λέξεις ή εκφράσεις, επειδή εξακολουθούν να εμφορούνται από την παλιά αντίληψη ότι αυτός που χρησιμοποιεί τύπους της καθαρεύουσας δείχνει ‘μορφωμένος’.
Η προοδευτική εξαφάνιση των γεωγραφικών ιδιωμάτων.
Σήμερα όλα τα νεοελληνικά ιδιώματα βρίσκονται στο στάδιο της εξαφάνισής τους. Οι γνήσιοι διαλεκτόφωνοι είναι ελάχιστοι και γέροντες. Έχουν μείνει ελάχιστα χαρακτηριστικά και κάποια διαλεκτική απόχρωση της προφοράς. Οι κυριότεροι λόγοι της εξαφάνισης των νεοελληνικών ιδιωμάτων είναι οι ακόλουθοι.
- Η ραγδαία αστικοποίηση του πληθυσμού, που τον εξανάγκασε να υιοθετήσει το αστικό ιδίωμα, τη δημοτική.
- Η επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και η συμμετοχή ενός αυξανόμενου αριθμού στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
- Το χαμηλό κοινωνικό κύρος των γεωγραφικών ιδιωμάτων, που κάνει το φιλόδοξο άτομο να υιοθετεί το επίσημο ιδίωμα, εγκαταλείποντας το μητρικό του.
- Η οικονομική ανάπτυξη που επιβάλλει τη χρήση της δημοτικής.
- Η διάδοση των ΜΜΕ, που χρησιμοποιούν τη δημοτική.
- Οι μετακινήσεις μεγάλου μέρους του πληθυσμού κατά τις περιόδους των γιορτών και διακοπών, κάτι που υποχρεώνει τα άτομα να χρησιμοποιούν στην επικοινωνία τους την κοινή νεοελληνική.