Μέχρι στιγμής οι αρχαιολογικές έρευνες διεξήχθησαν στο ανατολικό τμήμα του λόφου, όπου και αποκαλύφθηκαν δύο βασιλικές extra muros και τμήμα καμαροσκέπαστου τάφου κοντά στη βασιλική Α. Ίχνη κατοικιών ή άλλων δημόσιων κτισμάτων, μέχρι τώρα, δεν έχουν εντοπισθεί αν και τα πλατώματα που υπάρχουν γύρω από τις δύο βασιλικές θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν τέτοια οικοδομικά συγκροτήματα. Σύμφωνα με τους μελετητές για την οχυρωματική στο Βυζάντιο «Τα πρωταρχικά στοιχεία που διαμορφώνουν και συνθέτουν μία οχύρωση είναι το τείχος, ο πύργος και η πύλη. Το ύψος, το σχήμα και η μορφή τους είναι ανάλογη με τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους και τις εκάστοτε οικονομικές και οικοδομικές δυνατότητες». «Η ακρόπολη οργανωνόταν με την ίδια λογική ενός κλειστού περιβόλου και ήταν η τελική γραμμή άμυνας. Συνήθως βρισκόταν στο πιο οχυρό τμήμα της πόλης διατηρώντας αμυντική αυτονομία».
Πράγματι οι επιφανειακές έρευνες, τις οποίες διενεργήσαμε κατά το 2004, όσο και οι δοκιμαστικές τομές έδειξαν ότι η οχύρωση της ακροπόλεως σωζόταν σε μεγάλο μήκος αλλά και σε ύψος, τουλάχιστον σε αρκετά σημεία, στην κορυφή του λόφου. Η συνολική έκταση που καλύπτει η ακρόπολη είναι 13.000 περίπου τ.μ. και για την κατασκευή τού τείχους χρησιμοποιήθηκαν αρκετοί δόμοι και άλλο αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση. Δεν αποκλείεται το μεταγενέστερο τείχος να εδράζεται πάνω σε αρχαιότερο. Μέχρι στιγμής δεν έχουν πραγματοποιηθεί δοκιμαστικές τομές στα θεμέλια του τείχους, οι οποίες να επιβεβαιώνουν ή όχι την παραπάνω υπόθεση.
Στο νοτιοανατολικό άκρο της ακροπόλεως αποκαλύφθηκε ένας οχυρωματικός πύργος. Πρόκειται για ένα τετράγωνο κτίσμα, με διαστάσεις των τοίχων εσωτερικώς: βόρειος 2,46 ανατολικός 2,64, νότιος 3,08 και δυτικός 4,78 μ. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν τετράγωνοι και ορθογώνιοι δόμοι στη βάση του, ενώ στα ανώτερα σημεία φέρει αργούς λίθους με συνδετικό κονίαμα. Το πάχος των τοίχων του πύργου είναι 1,30 μ. και η είσοδος προς αυτόν αποκαλύφθηκε στη βόρεια πλευρά, όπου σχηματίζεται ένας μικρός διάδρομος μήκους 1,49 μ. και άνοιγμα εισόδου 0,80 μ. Μία κλίμακα αποτελούμενη από δύο σκαλοπάτια οδηγούσε σε έναν υπόγειο χώρο και πιθανότατα ο πύργος έφερε περισσότερους ορόφους. Κατά την αφαίρεση των λίθων από το εσωτερικό του βρέθηκε τμήμα μιας μαρμάρινης επιτύμβιας στήλης αρχαίων χρόνων, ένας πήλινος σπόνδυλος υποκαύστου και μία σιδερένια αιχμή λόγχης. Στρώμα καταστροφής, από κεραμίδες και λίθους, κάλυπτε όλη την επιφάνεια του εσωτερικού. Μετά την αφαίρεση του στρώματος καταστροφής αποκαλύφθηκε ένα παχύ στρώμα στάχτης, αναμεμιγμένο με μεγάλο αριθμό κεραμικής και οστών ζώων. Ίχνη έντονης πυράς εντοπίστηκαν στους τοίχους του πύργου. Στη νοτιοδυτική γωνία του και μέσα σε στρώμα αμμοχάλικου βρέθηκαν τρία μικρά οστέινα πλακίδια, τα οποία σώζουν εγχάρακτες επιγραφές και στις δύο πλευρές τους και χρονολογούνται κατά τον 30 αι. μ.Χ. Τέλος, προ της εισόδου του πύργου βρέθηκε ένα τετράγωνο μολύβδινο σταθμίο, όμοιο με αυτό της Συλλογής Δ. Δούκα, όπου στη μία όψη ένα εγχάρακτο στεφάνι περιβάλλει έναν ανισοσκελή σταυρό και το δηλωτικό του βάρους Γ Α (Γ: ουγκιά, Α: 1) καθώς και ένα χάλκινο νόμισμα 16νούμμιο, πιθανότατατου Ιουστινιανού Α΄.
Η έρευνα συνεχίστηκε, επίσης, κατά διαστήματα περιμετρικά της ακροπόλεως για τον εντοπισμό του τείχους. Σύμφωνα με τις τοπογραφικές μετρήσεις το τείχος έχει περίμετρο 562 μέτρα. Το 2005 συνεχίστηκε η ανασκαφκή έρευνα στο νοτιοανατολικό άκρο της ακροπόλεως σε έκταση 440 τ.μ., όπου αποκαλύφθηκαν διάφορα κτίσματα, πιθανότατα οικίες ή εργαστήρια, έχοντα, μάλλον, άμεση επαφή με το τμήμα της οχυρώσεως.
Έχουν έρθει στο φως οκτώ διαφορετικά κτήρια που παρουσιάζουν δύο, τουλάχιστον, διαφορετικές φάσεις. Αρχικά κάποια επικοινωνούσαν μεταξύ τους και άλλα αυξήθηκαν ως προς την έκτασή τους. Τα ανασκαφέντα κτήρια διατηρούνται στο επίπεδο του υπογείου και χρησιμοποιήθηκαν ως αποθηκευτικοί χώροι. Μεγάλος αριθμός πίθων βρέθηκε στα κτήρια. Σε ένα κτήριο και σε επαφή με τον δυτικό τοίχο σώζεται μία λιθόκτιστη κλίμακα η οποία επιβεβαιώνει την ύπαρξη υπόγειου χώρου. Τμήμα δαπέδου δεν σώθηκε πουθενά στους υπόγειους χώρους των κτηρίων, παρά μόνο πατημένο χώμα με πολλά ίχνη στάχτης σε όλη την επιφάνεια. Δείγματα δαπέδου από τον ισόγειο χώρο σώθηκαν μόνο στο βόρειο άκρο της ανασκαφής, σχεδόν επιφανειακά, και αποτελείται από πήλινες πλάκες.
Όπως προαναφέρθηκε, οι τοίχοι των κτισμάτων παρουσιάζουν διάφορες καθοριστικές επεμβάσεις, πιθανότατα βίαιη καταστροφή, σεισμός ή πυρκαγιά, καθώς φαίνεται στην επέκταση του κτηρίου. η προς τα δυτικά, στον βόρειο τοίχο ενός κτηρίου και στο μεταγενέστερο κλείσιμο του δυτικού ανοίγματος ενός άλλο κτηρίου, όπου οι τοίχοι εδράζονται πάνω σε στρώμα πυράς. Μέσα σε στρώμα στάχτης, βρέθηκε ένας φόλλις του Ιουστίνου Β΄ (565-578), όπου εικονίζονται ένθρονοι ο Ιουστίνος με τη Σοφία. Η εύρεση αυτού του νομίσματος μπορεί να μας οδηγήσει, με μία σχετική ασφάλεια, ώστε να χρονολογήσουμε την τελευταία καταστροφή μετά τα χρόνια της βασιλείας του Ιουστίνου Β’, εξαιτίας της εκτεταμένης χρήσης του νομίσματος, και να τοποθετήσουμε την καταστροφή, τόσο των κτισμάτων όσο και όλης της ακροπόλεως, στα χρόνια των επιδρομών των Αβαροσλάβων.
Κατά την ανασκαφική έρευνα εντοπίστηκαν υπόγεια κανάλια νερού, για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν λίθινες πλάκες, τόσο για τα πλαϊνά τοιχώματα όσο και για την κάλυψή τους, ενώ τα δάπεδά τους αποτελούνταν από πλίνθους ή πλάκες. Εντοπίστηκαν δύο τέτοια κανάλια: ένα που διέρχεται ανάμεσα από τα δύο κτήρια, με έξοδο προς το τείχος, και ένα δεύτερο που διέρχεται μεταξύ των δύο κτηρίων και συνεχίζει διαμέσου άλλου κτηρίου, όπου και περνάει κάτω από το τείχος με έναν τετράγωνο αγωγό. Η συγκέντρωση των υδάτων αρχικά γινόταν σε ένα χώρο, απ’ όπου διακλαδίζονταν τα. κανάλια, ένα των οποίων έχει κατεύθυνση προς ανατολάς και το άλλο προς νότο. Μία άλλη έξοδος καναλιού εντοπίστηκε σε άλλο κτήριο, το οποίο φαίνεται να ενώνεται με το κανάλι που διαπερνά το πρώτο κτήριο.
Στο τέταρτο κτήριο βρέθηκαν αρκετά εξαρτήματα αργαλειού, όπως δύο μεγάλα πηνία, πυραμιδοειδείς αγνύθες, μία σιδερένια βελόνα, ένα χάλκινο άγκιστρο αδραχτιού, καθώς και ένα ακέραιο λυχνάρι. Στο κέντρο του κτηρίου βρέθηκε, επίσης, και ένας μικρός κιβωτιόσχημος τάφος, με διαστάσεις 0,60 μ. μήκος και πλάτος 0,25 μ., ενώ το μήκος του σκελετού ήταν 0,40 μ., δηλαδή σκελετός ενός νηπίου και είναι άγνωστος ο λόγος της ταφής σε αυτό το σημείο.
Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, βρέθηκαν αρκετά μαρμάρινα τμήματα της αρχαίας περιόδου (σπαράγματα επιγραφών που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση), χάλκινα νομίσματα της ρωμαϊκής καθώς και αρκετά όστρακα της ελληνιστικής (;) και ρωμαϊκής περιόδου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δεριζιώτης, Λ. & Κουγιουμτζόγλου, Σπ. 2007. Θεσσαλικό Ημερολόγιο. τ. 51. Λάρισα.