Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ Α’
Με το πέρας της πρώτης ανασκαφικής περιόδου είχε αποκαλυφθεί το μεγαλύτερο μέρος του ναού, ο νάρθηκας και τμήμα των προσκτισμάτων στη νοτιοδυτική πλευρά του.
Ο κυρίως ναός
Ο κυρίως ναός είναι μία τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική με εσωτερικές διαστάσεις, μήκος 15,80 μέχρι την χορδή της κόγχης και πλάτος 12,10 μ. Η ημικυκλική κόγχη ενισχύεται με δύο αντηρίδες στη βόρεια και στην ανατολική πλευρά της. Οι δύο κιονοστοιχίες πατούν σε υπερυψωμένους κτιστούς στυλοβάτες. Οι κίονες, διάφορων διαστάσεων και κυρίως λευκόγκριζου μαρμάρου, εδράζονταν σε μαρμάρινα βάθρα, διαφορετικού ύψους και διαστάσεων. Τα βάθρα είναι μαρμάρινα, σε δεύτερη χρήση, εγκιβωτισμένα στην υποδομή του στυλοβάτη. Πρόκειται για αετώματα επιτύμβιων στηλών ή μαρμάρινες βάσεις από αρχαιότερο κτήριο, σαν αυτές που βρέθηκαν στο νότιο στυλοβάτη και σώζουν σημαντικές επιγραφές της αρχαίας περιόδου. Οι κίονες έφεραν ιωνικά κιονόκρανα με χωριστό επίθημα, από λευκό ή γκρίζο μάρμαρο, και σε δύο περιπτώσεις με ανάγλυφο σταυρό. Οι κιονοστοιχίες έχουν 5 κίονες με μετακιόνιο περίπου 1,80 μ. (όχι ακριβώς ίδιο παντού). Τα ακραία τόξα των κιονοστοιχιών ακουμπούν σε παραστάδες οι οποίες προβάλλουν από τους δυτικούς και ανατολικούς τοίχους του ναού.
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας ήρθε στο φως ένας μεγάλος αριθμός σπαραγμάτων από τα κονιάματα που κοσμούσαν το εσωτερικό του ναού. Ανάμεσα σ’ αυτά τα σπαράγματα βρέθηκαν και δύο, τα οποία κοσμούσαν τα εσωρράχια της νότιας τοξοστοιχίας και απεικονίζουν πρόσωπα. Τα μεγάλα χαρακτηριστικά μάτια μάς οδηγούν στις τοιχογραφίες που βρέθηκαν στην παλαιοχριστιανική πόλη Στόβοι (στην επικράτεια των Σκοπίων) στην επισκοπική βασιλική. Οι τοιχογραφίες αυτές των Στόβων χρονολογούνται, σύμφωνα με τους μελετητές, στα τέλη του 50υ ή στις αρχές του 60υ αιώνα και κοσμούσαν τόσο τα κλίτη όσο και τον νάρθηκα του ναού.
Το κεντρικό κλίτος επικοινωνεί με τον νάρθηκα με μία θύρα πλάτους 1,85 μ. με μαρμάρινο κατώφλι και μεταγενέστερα σκαλοπάτια από πήλινες πλάκες. Τα πλάγια κλίτη επικοινωνούν με τον νάρθηκα με ανοίγματα, πλάτους 1,30 το βόρειο και 1,40 μ. το νότιο, και διασώζονται μόνο τα μαρμάρινα κατώφλια, αφού οι αναβαθμοί έχουν καταστραφεί. Κατά μήκoς των μακρών τοίχων έχουν κτιστεί, με αργούς λίθους και λάσπη, έδρανα ύψους 0,20 και πλάτους από 0,42 έως 0,55 μ.
Στο ανατολικό άκρο του κεντρικού κλίτους σχηματίζεται ο χώρος του Ιερού Βήματος. Κλείνεται από ένα χαμηλό φράγμα15 σε σχήμα Π, με τη σολέα στο μέσο της δυτικής πλευράς. Το φράγμα είναι μεταγενέστερο, καθώς αποδεικνύεται από την καταστροφή του ψηφιδωτού δαπέδου, και για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν αργοί λίθοι οι οποίοι είναι επιχρισμένοι με λευκό κονίαμα. Μεταξύ των ανατολικών απολήξεων του φράγματος και του ανατολικού τοίχου, υπάρχουν οι κτιστές κατασκευές των συμψελλίων, μεταγενέστερες του ψηφιδωτού, (σωζόμενου ύψους 0,50 μ.), των οποίων η άνω επιφάνεια έφερε ψηφιδωτό δάπεδο από μεγάλες ψηφίδες. Εκ των δύο συμψελλίων σώθηκε αποσπασματικά το βόρειο, ενώ το νότιο καταστράφηκε ολοσχερώς από λαθρανασκαφή.
Στο νότιο τοίχο του κεντρικού κλίτους και συγκεκριμένα στη νοτιοανατολική γωνία του εντοπίσθηκε ένα λίθινο κανάλι, μεταγενέστερο της πρώτης φάσης της βασιλικής, το οποίο οδηγεί κάτω από τον στυλοβάτη προς το νότιο κλίτος και στη συνέχεια βαίνει προς τα ανατολικά. Εσωτερικά το κανάλι φέρει επένδυση με υδραυλικό κονίαμα και κατά την αποκάλυψή του βρέθηκαν στο εσωτερικό του έξι χάλκινα νομίσματα (minimi) εκ των οποίων ένα έφερε στη μία όψη του παράσταση πύργου. Νομίσματα αυτού του τύπου χρονολογούνται κατά τον 40 και 50 αι. μ.Χ Η θέση τού παραπάνω καναλιού στο χώρο του ιερού μάς κάνει να υποθέσουμε ότι είχε άμεση σχέση με αυτό.
Γνωρίζουμε ότι στο ιερό υπήρχε η «θάλασσα ή χωνευτήριον» όπου διοχετεύονταν υγρά προερχόμενα είτε από το πλύσιμο της Αγ. Τράπεζας ή από άλλες τελετουργικές καθάρσεις (πλύσιμο χεριών των ιερέων καθώς και τα ύδατα του βαπτίσματος). Η συνήθης θέση του χωνευτηρίου ήταν στο μέσον της κόγχης του ιερού ή ανατολικά της Τράπεζας-καθώς και κάτω από αυτήν. Πρόκειται για τετράγωνες ή ορθογώνιες κοιλότητες με επένδυση από πελεκητές πέτρες ή από πλάκες. Οι βασιλικές, όμως, που δεν είχαν μόνιμα κτιστά «χωνευτήρια» ή «θάλασσες» είχαν μέσα στο Ιερό μία ή περισσότερες φορητές λεκάνες, λίθινες ή μεταλλικές, τοποθετημένες σε μόνιμο ή κινητό υποστάτη (κιονίσκο, πεσσίσκο, πεζούλι ή παρατραπέζιο). Από την ανασκαφική έρευνα δεν προέκυψε κάτι ανάλογο αλλά δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί ότι το . λίθινο κανάλι κατασκευάστηκε γι’ αυτόν το σκοπό.
Με ψηφιδωτό καλύπτεται το δάπεδο του Βήματος, στο ανατολικό δε τμήμα του, μεταξύ των συμψελλίων, διατηρείται η μαρμάρινη βάση της Αγ. Τράπεζας, με διαστάσεις 1,40Χ1,00 μ. Στις τέσσερις γωνίες της βάσεως υπάρχουν οι εσοχές για την υποδοχή των κιονίσκων-υποστυλωμάτων, οι οποίοι υποστήριζαν την μαρμάρινη πλάκα της που χάθηκε. Βρέθηκαν δύο κιονίσκοι από πράσινο μάρμαρο (Χασάμπαλης) μήκους 1μ. Το όρυγμα του εγκαινίου, που βρέθηκε διαταραγμένο και κενό, έχει διαστάσεις 0,50ΧΟ,60 μ. και βάθος περίπου 0,80 μ.
Το δάπεδο του κεντρικού κλίτους, συμπεριλαμβανομένου και του Βήματος, καλύπτεται με ψηφιδωτό, του οποίου οι μακρές πλευρές καθώς και η δυτική πλευρά περιβάλλονται με πλαίσιο από συμπλεκόμενα οκτάγωνα με κίτρινες και κόκκινες ψηφίδες. Η διακόσμηση του δαπέδου είναι διαφορετική στον χώρο του Ιερού Βήματος και του λοιπού κεντρικού κλίτους. Με αυτόν τον διαχωρισμό «η άνευ συνδέσεως αυτή διαδοχή αποτελεί φυσιολογικήν απόληξιν της πλατείας και δρομικής νia sacra, ήτις οδηγεί εις την ουράνιον Ιερουσαλήμ, εις τα Άγια των Αγίων, όπου η είσοδος μόνον εις τους ιερείς επιτρέπεται».
α) Στο δάπεδο του Βήματος που, όπως προαναφέρθηκε, περιβάλλεται από πλαίσιο με συμπλεκόμενα οκτάγωνα, υπάρχει μία ταινία με διπλό πλοχμό, ρόμβοι που σχηματίζουν 4 σταυροειδή σχήματα και περιβάλλονται από 12 τετράγωνα με γεωμετρικά σχέδια. Στον χώρο προ της Αγ. Τράπεζας εικονίζεται ένας μεγάλος σταυρός επί βάθρου, με διαστάσεις 1,70X1,07 μ. (στις κεραίες). Η παράσταση του σταυρού σπανίως συναντάται (Ιεροσόλυμα, επί της Σιών) εντός του Βήματος (βασιλική Κασρ ελ Λεβιά), υπό την Αγ. Τράπεζα (βασιλική Ελ Μουασάτ της Τυνησίας). Στην Κύπρο, στη βασιλική του Αγίου Σπυρίδωνα Τρεμεντουσιάς (Τριμυθούντος), στο ανατολικό τμήμα του κεντρικού κλίτους και πάνω από το κέντρο της tabLlla aηsata εικονίζεται ένας σταυρός ποικιλλόμενος με τετραγωνίδια που μιμούνται πολύτιμους λίθους στον νάρθηκα της βασιλικής αυτής παραλληλόγραμμα και τετράγωνα σχηματίζουν συνεχόμενους σταυρούς. Η παραπάνω βασιλική χρονολογείται στο τέλος του 4ου αι. Στην Κω, στη βασιλική του Αγίου Παύλου, πλησίον του Ζηπαρίου, στο νότιο κλίτος και στο Βαπτιστήριο εικονίζονται σταυρόσχημα που περιβάλλονται από πέλτες, κισσόφυλλα κ.ά. Η απεικόνιση του σταυρού στα δάπεδα απαγορεύθηκε κυρίως διά της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (692), κανόνας 73.
β) Η διακόσμηση του, προ του φράγματος του Πρεσβυτερίου, δαπέδου αποτελείται από τρία διάχωρα, εκ των οποίων τα δύο ακραία φέρουν ταινία με φολίδες (εικ. 5), ενώ το κεντρικό κοσμείται με σταυροειδές σχήμα από ρόμβους.
γ) Το ψηφιδωτό δάπεδο του λοιπού κεντρικού κλίτους πλαισιώνεται με δύο ταινίες από σπειρομαίανδρο και διπλό πλοχμό. Το ανατολικό τμήμα χωρίζεται σε έξι διάχωρα. Το βορειοανατολικό διάχωρο κοσμείται με ομόκεντρους κύκλους και το νοτιοανατολικό με σταυροειδή σχήματα που σχηματίζονται από ρόμβους και τετράγωνα ανάμεσά τους. Τα επόμενα διάχωρα έχουν θέματα από το ζωικό βασίλειο. Το τρίτο και το τέταρτο διάχωρο εικονίζουν από ένα κύκνο αντίστοιχα , ενώ το πέμπτο και το έκτο φέρουν και ένα θηλυκό ελάφι (οι παρακάτω εικόνες). Το κεντρικό διάχωρο φέρει εντός κύκλου οκτώ ρόμβους οι οποίοι σχηματίζουν οκτάκτινο αστέρι εντός των τριγώνων που σχηματίζονται από τους ρόμβους εικονίζονται πτηνά, φυτά και γεωμετρικά σχέδια. Οι τέσσερες γωνίες κοσμούνται με κανθάρους που σε έναν από αυτούς διακρίνεται ένα πουλί να πίνει νερό. Τέλος το δυτικό διάχωρο κοσμείται με πολύχρωμες πέλτες.
Ο άμβωνας
Στο κέντρο περίπου της νότιας πλευράς του κεντρικού κλίτους αποκαλύφθηκε ο άμβωνας του ναού, ο οποίος είναι μεταγενέστερος του ψηφιδωτού δαπέδου διότι εδράζεται πάνω σ’ αυτό. Ανήκει στην κατηγορία των αμβώνων με διπλή κλίμακα, μία προς ανατολάς και μία προς δυσμάς. Το μήκος του άμβωνα είναι 2,70 μ. και το πλάτος του στο κέντρο 1,30 μ. Είναι κατασκευασμένος με αργούς λίθους και φέρει επένδυση από υδραυλικό κονίαμα (κουρασάνι). Στη βορειοανατολική πλευρά του βρέθηκαν τμήματα-σπαράγματα κουρασανίου, τα οποία σώζουν μία εγχάρακτη επιγραφή σε τρεις σειρές. Γνωρίζουμε ότι και πάνω στον άμβωνα χαράσσονταν συχνά επιγραφές οι οποίες αναγράφουν είτε μία ευχή, είτε το όνομα του δωρητή, συνήθως κληρικού. Η κατηγορία αυτή των αμβώνων μπορεί να χρονολογηθεί από τα τέλη του 5ου και σε όλο τον 6ο αι. μ.Χ
Ο νάρθηκας
Ο νάρθηκας έχει μήκος 3,80 μ. και πλάτος όσο και το πλάτος του ναού. Εκτός
από τα τρία ανοίγματα, που έχει προς τον κυρίως ναό, δύο άλλα, στη νοτιοδυτική πλευρά, οδηγούν στο πρόσκτισμα Δ΄. Στο μέσο των στενών πλευρών αποκαλύφθηκαν δύο θύρες. Η νότια έχει πλάτος 1,30 ενώ η βόρεια, με πλάτος 2,10 μ., οδηγεί ίσως σε κάποιο πρόσκτισμα, όπως μαρτυρεί πιθανότατα και ο κίονας in situ ο οποίος αποκαλύφθηκε ανατολικά της εισόδου. Στη βόρεια αποκαλύφθηκαν δύο αναβαθμοί, όλα δε τα ανοίγματα φέρουν κατώφλια. Έδρανο εξ αργών λίθων και λάσπη περιτρέχεί τη δυτική πλευρά. Το δάπεδο του νάρθηκα έχει επιστρωθεί με πλίνθους και σώζεται αποσπασματικά, διότι πιθανότατα ο χώρος να χρησιμοποιήθηκε για ταφές. Η έρευνα στο πρόσκτισμα Δ’ δεν έχει ολοκληρωθεί αλλά φαίνεται ότι τούτο παρουσιάζει δύο χρονολογικές φάσεις.
Ο τάφος
Στο νοτιοανατολικό άκρο του νότιου κλίτους αποκαλύφθηκε, κάτω από τη στάθμη του δαπέδου του ναού, μία ορθογώνια κατασκευή σε δύο καθ’ ύψος τμήματα, επιχρισμένη με υδραυλικό κονίαμα, συνολικού βάθους 1,40 μ. Το άνω τμήμα έχει εσωτερικές διαστάσεις: μήκος 2,20 πλάτος 1,10, βάθος 0,60 και πλάτος των τοίχων 0,25 μ. Στο εσωτερικό της κατασκευής δεν βρέθηκε τίποτα παρά μόνο χώμα. Στο κάτω τμήμα, διαστάσεων 1,90Χ0,65 μ., εντοπίστηκε μία ταφή και ως φαίνεται μη διαταραχθείσα κατά το παρελθόν. Οι εσωτερικές παρειές του είναι επιχρισμένες με υδραυλικό κονίαμα, όμοιο με αυτό του άνω τμήματος, σε λίγα δε μόνο σημεία παρουσιάζει μικρές φθορές εξαιτίας των ριζών που έχουν εισχωρήσει, όπου εμφανίζονται πλίνθοι που ίσως να αποτελούν και το υλικό κατασκευής του τάφου. Ο τάφος καλυπτόταν με τρεις κατεργασμένες μαρμάρινες πλάκες (ανατολική πλάκα 0,70Χ0,95 κεντρική 0,85Χ1,00 δυτική 0,45Χ1,00 μ.), οι οποίες στις ενώσεις τους έφεραν λίθινες σφήνες και εδράζονταν σε κτιστές εσοχές κατά μήκος των μακρών πλευρών. Μετά την αφαίρεση της κεντρικής καλυπτήριας πλάκας (οι υπόλοιπες δεν μετακινήθηκαν) αποκαλύφθηκε ότι παρά το «σφράγισμά του» υπήρχαν αρκετά χώματα, τα οποία όμως δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερη υγρασία. Μεταξύ αυτών βρέθηκε ένα όστρακο και δύο τμήματα υάλου.
Μετά το πέρας του καθαρισμού διαπιστώσαμε ότι ο σκελετός ήταν φθαρμένος και έλειπε εντελώς το κρανίο. Στο ύψος του στήθους βρέθηκε, σε δύο τμήματα, ένα αδιάγνωστο σιδερένιο αντικείμενο το οποίο ίσως να ανήκει σε πόρπη. Ο σκελετός είναι τοποθετημένος επί δαπέδου από πήλινες πλάκες με εγχάρακτη διακόσμηση. Η ύπαρξη του τάφου αυτού στο εσωτερικό της βασιλικής και στο ανατολικό άκρο της μας κάνει να υποθέσουμε ότι ανήκει σε κάποιο σημαντικό πρόσωπο της περιοχής, πιθανώς στον κτήτορα του ναού, η απουσία όμως του κρανίου μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ταφή ενός μάρτυρα. Μετά το πέρας της έρευνας ο τάφος σφραγίστηκε για να ακολουθήσει ειδική οστεολογική έρευνα από ανθρωπολόγο για τον προσδιορισμό της ηλικίας, του φύλου κ.ά.
Η χρονολόγηση
Αν και η έρευνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, μπορούμε να διακρίνουμε δύο τουλάχιστον χρονολογικές φάσεις: η δεύτερη φάση θα πρέπει να χρονολογηθεί κατά τον 6ο αι. μ.Χ συμφώνως προς τον άμβωνα και το φράγμα του πρεσβυτερίου, για τα οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω καθώς και σε ένα νόμισμα του Ιουστινιανού Α’ (527-565), το οποίο βρέθηκε στο μωσαϊκό δάπεδο, ενώ η πρώτη φάση είναι προγενέστερη, πιθανώς του τέλους του 5ου ή των αρχών του 6ου αι. Η παραπάνω χρονολόγηση επιβεβαιώνεται και από τα νομίσματα. Ο ναός φαίνεται να καταστράφηκε από σεισμό ή από πυρκαγιά και να εγκαταλείφθηκε, καθώς διαπιστώνουμε από τον τρόπο που κατέρρευσε το κτήριο. Με την κατάρρευση των κιόνων παρασύρθηκαν τα τόξα, εκ των οποίων άλλα έπεσαν στο κεντρικό κλίτος και άλλα στο βόρειο. Η κατάρρευση δηλαδή είχε κατεύθυνση από νότο προς βορά. Το στρώμα καταστροφής ήταν σχεδόν ενιαίο σε όλη την έκταση της βασιλικής, εκτός από την ανατολική πλευρά, τμήμα της οποίας διαταράχθηκε από λαθρανασκαφή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δεριζιώτης, Λ. & Κουγιουμτζόγλου, Σπ. 2007. Θεσσαλικό Ημερολόγιο. τ. 51. Λάρισα.